..."πόσο θέλουν για να μας τρελάνουν;"...(>άρθρο<)

Τάσσος Δίκας, ξηρό παστέλ, 1995
 του Γιάννη Μάρκοβιτς

Σε αυτήν τη ζωή γεννιέσαι είτε διάνοια, είτε βλάκας. Κάτι στο ενδιάμεσο δεν «παίζει». Κάτι τέτοια «σοφά και περισπούδαστα» υποστηρίζονται από έγκριτους αναλυτές και μετά επέρχεται σιωπή. Αλήθεια, ποιος τολμάει να τους καταλογίσει ηλιθιότητα και μικρόνοια;

Οπότε αν είσαι διάνοια, για να βρεις το δρόμο σου, κάποιοι σε βοηθούν και σε προωθούν (με το ανάλογο πάντα αντάλλαγμα!), ειδάλλως πρέπει να είσαι γιος και κόρη πλούσιου, διάσημου ή μέλους πολιτικής οικογένειας με μακρά πορεία στον τόπο. Αν όμως είσαι βλάκας, τότε το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί, είναι να έχεις δουλειά, να φτιάξεις οικογένεια, να «φτύνεις αίμα» για να βγάζεις την καθημερινότητα και να βλέπεις στην τηλεόραση ό,τι σου «πλασάρουν» και τους απίστευτους «υπηρέτες» των διαπλεκόμενων που τους εκπροσωπούν.

Η πορεία της «διάνοιας»
Οι διάνοιες που έχουν πλούσιους γονείς ή επιφανείς πολιτικούς πατέρες ή μητέρες, αναπόδραστα εξελίσσονται σε διάνοιες με επαίνους και εύσημα. Με άλλα λόγια, σπουδάζουν στα καλύτερα και τα πιο φημισμένα κολέγια, γνωρίζουν επιστήμονες που περιφέρονται σε κοινωνικά σαλόνια και εργάζεται («τρόπος του λέγειν»), χωρίς κόπο και μόχθο και με μπόλικες αβάντες.
Αφού περάσουν όλες αυτές τις «δυσκολίες» και ανέβουν τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς «ορόφους», γίνουν αξιοσέβαστα και ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας, χαίρουν σεβασμού και αναγνώρισης από τους «επαγγελματίες» κόλακες που τους περιτριγυρίζουν, χτίσουν το προφίλ όπως τους βολεύει για να είναι «πάντα στον αφρό», σβήσουν και γράψουν ό,τι τους αρέσει και ό,τι τους εξυπηρετεί αναφορικά με την προσωπική τους σταδιοδρομία, ρίξουν στάχτη στα μάτια σε αυτά πρέπει να ξεχαστούν και δεν πρέπει να μεταφέρονται από στόμα σε στόμα ή οτιδήποτε ενοχλεί τη μνήμη (τη δική τους και των άλλων), τότε είναι έτοιμοι για να κυριαρχήσουν και να κατακτήσουν τους φτωχούς, πλην τίμιους βλάκες.

... Της άλλης «διάνοιας»
Μετά είναι οι άλλες διάνοιες που μιλάνε ανούσια, λένε αυτό που όλοι το ξέρουν, αλλά αυτοί μας το σερβίρουν με το κατάλληλο περιτύλιγμα. Ντύνονται σικάτα, κρατούν με άνεση το ποτήρι με το κρασί, σπάνε ευγενικά χαμόγελα όταν τους μιλούν και τους επαινούν, «παίζοντας» με την εικόνα τους, με τέτοια ευκολία ώστε πείθουν ακόμα και τον εαυτό τους. Είναι τηλεπερσόνες, εφήμεροι αστέρες, ενίοτε πολιτικάντηδες πολιτικοί, πανέτοιμοι να πουλήσουν τον εαυτό τους στο διάβολο (αν δεν το έχουν ήδη πράξει), για ένα ξεροκόμματο πρόσκαιρης δόξας και κατ’ επίφαση εξουσίας.
Κυκλοφορούν άνετοι, σπορτίφ, φορώντας τζιν και ό,τι άλλο απαιτείται για να χτιστεί το ίματζ του έξυπνου, του ωραίου, του πρωτοποριακού, του ειδήμονα, του ρηξικέλευθου. Στην πράξη είναι ένα τίποτα με μπόλικο καθόλου (αυτοί το ξέρουν, οι άλλοι όμως πρέπει να έχουν διαφορετική άποψη). Παραμένουν στην επιφάνεια, όσο κάνουν τη δουλειά εκείνων που από την αφάνεια ελέγχουν και εξουσιάζουν την κοινωνία και την οικονομία (καθώς οι σύγχρονοι εξουσιαστές είναι ανώνυμοι, απρόσωποι και αφανείς, όπως οι μετοχές που κατέχουν και η δύναμη που έχουν).

«Διάνοια»: Κατηγορία τρίτη 
Τέλος, είναι εκείνες οι διάνοιες που μιλάνε περισπούδαστα στην τηλεόραση, κριτικάρουν τους πάντες και τα πάντα, αλλά δεν δέχονται «μύγα στο σπαθί» τους. Είναι αλάθητοι, φωστήρες, παντογνώστες και ζουν ως οι κατέχοντες τη μοναδική αλήθεια. Μια αλήθεια που την έφτιαξαν οι ίδιοι, κατασκευασμένη, υποκειμενική και όπως τους βολεύει και τους συμφέρει. Μετά όλα τους φαίνονται απλά. Έχουν τους δημόσιους κράχτες για κήρυκες της αλήθειάς τους, δημιουργούν εικόνες που υποστηρίζουν την αλήθειά τους και μας κάνουν να πεισθούμε -θέλουμε, δεν θέλουμε- ότι η αλήθειά τους είναι αδιαμφισβήτητη και ότι υποχρεούμαστε να την ενστερνιστούμε.

Πόσο θέλουν για να μας τρελάνουν;
Όλες αυτές οι διάνοιες μας δουλεύουν, μας εμπαίζουν, μας χρησιμοποιούν. Μας θεωρούν πιόνια τους. Τα πάντα γι’ αυτούς είναι το μέσον για τη δική τους επιτυχία και καταξίωση. Ό,τι συμβαίνει πρέπει να τους εξυπηρετεί, να είναι συμβατό με τα σχέδια τους και να αποτελεί μια απόλυτη βεβαιότητα, μια μοναδική αλήθεια. Με αυτά και με πολλά άλλα, μας έχουν «κάτσει στο σβέρκο», θεωρούν ότι τίποτα δεν τους αγγίζει και ότι κανείς δεν τους κουνάει από τη θέση τους. Η λογική τους είναι «επιβίωση με όλους τους τρόπους και με όλα τα μέσα».
Εμείς πρέπει να υπάρχουμε για να τους επιβεβαιώνουμε. Όμως για πόσο ακόμα; Γιατί έτσι όπως πηγαίνουμε εδώ και πολλά χρόνια, διερωτώμαι: πόσο θέλουν για να μας τρελάνουν;

πηγή: tvxs.gr άρθρο του Γιάννη Μάρκοβιτς Πόσο θέλουν για να μας τρελάνουν;

..."πόσο θέλουν για να μας τρελάνουν;"...(>άρθρο<)

 ..."ιστογραμμή"...