..."η "εξέγερση της γραβάτας": αναζητώντας τη μεσαία τάξη"...(>άρθρο<)

Τάσσος Δίκας, ξηρό παστέλ, 1995
του Δημήτρη Π. Κυριακαράκου (*)
 
Ήμουν είκοσι εννέα ετών, ενάμισι έτους δικηγόρος, όταν εντάχθηκα στη διαρκή συνδικαλιστική παράταξη που διατηρούσε στον ΔΣΑ η τότε ακόμα κραταιά, πλην σε εσωστρέφεια περιαχθείσα Κεντροαριστερά, προσωπικά τότε με ροπή περισσότερο προς το «φυγόκεντρο» σκέλος της. Παρά την κατά τεκμήριο απειρία μου στις συλλογικές διεκδικήσεις, με πεποίθηση πρότεινα ο συνδικαλισμός των δικηγόρων να μην λαμβάνει στενά ταξικό χαρακτήρα όταν πρόκειται για ζητήματα διακλαδικού ή και διεπαγγελματικού ενδιαφέροντος. Λ.χ. το ζήτημα "ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης" ήρμοζε να διεκδικηθεί από κοινού με τον δικαστικό κλάδο, το ζήτημα "εισπρακτικές εταιρείες" ήρμοζε να το παλέψουμε από κοινού με τους δικαστικούς επιμελητές.

Άλλωστε, κατά τον Κώδικα Δικηγόρων, δικηγόροι, δικαστές, δικαστικοί υπάλληλοι, δικαστικοί επιμελητές είμαστε συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης. Απλά πράγματα εισηγούμην. Δεν έμεινα όμως μόνο σε αυτά, προχώρησα στην πιο τολμηρή πρόταση να καταρτίζαμε από κοινού με τους οικονομολόγους και τους μηχανικούς το νέο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης διότι οι δημόσιες επενδύσεις και η τραπεζική οικονομία της εποχής Σημίτη δεν θα ήταν παντοτινά σαν τα διαμάντια.

Οι ιθύνοντες της παράταξης υποδέχονταν σεβαστικά μεν τις απόψεις μου, θεωρώντας τις όμως είτε πολύ «προχώ» για την αναγκαιότητα της εποχής, είτε ιδιαζόντως «ευρωσοσιαλδημοκρατικές» για να είναι αντικείμενα συλλογικής διεκδίκησης του υπό «ανασυγκρότηση» ελληνικού σοσιαλιστικού χώρου. Ήταν, βλέπετε, η εποχή οπότε η Κεντροαριστερά προσπαθούσε να ανεύρει τα απολεσθέντα, εκ της ένταξης της χώρας στην Ευρωζώνη, αριστερά χαρακτηριστικά της και κάποιοι πρεσβύτεροι συνάδελφοι προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό τους πως ήταν ακόμα μαρξιστές.

Το 2007, όμως, οπότε η κυβέρνηση Καραμανλή ξεκινά την επιχείρηση συγχώνευσης των ασφαλιστικών ταμείων των αυτοαπασχολουμένων επιστημόνων και επαγγελματιών, σχηματίζονται οι πρώτοι «μεσοαστικοί άξονες» (δικηγόρων, οικονομολόγων, δημοσιογράφων, έως και φαρμακοποιών) στα πεζοδρόμια του κέντρου της Αθήνας. Το χρονικό σημείο αυτό σφυρηλατεί την αρχή του τέλους για τον, ας πούμε, στενά ταξικό συνδικαλισμό.

Ακόμα όμως και αν αξιοποιήσουμε τη μαρξιστική θεώρηση της ταξικής αντιπαλότητας, πόσο ταξικός ήταν άραγε ο έως τότε δικηγορικός συνδικαλισμός; Στους πολυπληθέστερους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας, όπου συνυπάρχει ο «δικηγόρος - εργοδότης» με τον «δικηγόρο - εργαζόμενο», έχουμε επί της ουσίας συντεχνία αντί συνδικάτο. Είναι σαν να συνδικαλίζεται ο εργάτης μαζί με τον βιομήχανο. Σάμπως, θα μου πείτε, δεν το είδαμε και αυτό (βλ. Σκουριές); Η (πολιτική) επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά ενώπιον των Μνημονίων.

Οι διπλωματούχοι στην Ελλάδα είναι περισσότεροι σε αναλογία πληθυσμού από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα της Ε.Ε. εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, γεγονός. Δεν μπορεί όμως να τιμωρείται ούτε η ελληνική νιότη για τις πνευματικές της αναζητήσεις ούτε ο Έλληνας γονιός γιατί από το υστέρημά του έδωσε τη δυνατότητα στη νιότη αυτή να κάνει πράξη τις αναζητήσεις της.

Πίσω από κάθε πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό βρίσκεται η κουρασμένη ψυχή του ηρωικού Έλληνα γονιού που έζησε μικροαστικά για να δυνηθεί το παιδί του να απολαύσει τη μεσοαστική ευμάρεια. Όσοι μάλιστα φοιτήσαμε στο εξωτερικό είχαμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε εκ του σύνεγγυς έναν άλλο πολιτισμό και τα ισχυρά του χαρακτηριστικά. Εάν μας δινόταν η δυνατότητα κάποια από αυτά να τα εφαρμόζαμε στη χώρα μας, θα της προσδίδαμε σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Η αναγκαστική μετανάστευση μεγάλου μέρους του επιστημονικού δυναμικού μας σημαίνει το χειρότερο είδος «αποεπένδυσης» για τη χώρα και τον πιο βίαιο επεκτατισμό της φτώχειας για τις επόμενες γενιές.

Ο Μπρεχτ υποστήριζε πως, όταν η πολιτική σου δεν βρίσκει εφαρμογή στον λαό, δεν αλλάζεις λαό αλλά πολιτική. Η «κυβέρνηση των Βρυξελλών» δεν μπορεί πια να εμμένει σε εισηγήσεις που, εάν εφαρμοστούν εν όλω, η Ελλάδα θα γίνει μία χώρα στην οποία ούτε υπάλληλος, ούτε αγρότης, ούτε επιστήμονας, ούτε επιτηδευματίας θα μπορείς (αξιοπρεπώς) να είσαι.
Στο ζοφερό αυτό περιβάλλον είναι αψυχολόγητο, αν όχι και αστείο, να γίνεται λόγος για μεσαία τάξη ή για ταξικό αγώνα εν γένει. Το κοστούμι και το ταγιέρ δεν αρκούν για να κατηγοριοποιήσουν εμάς τους επιστήμονες middle class. Αυτή η επί πολλά έτη συγκεχυμένη ταξική μας συνείδηση ήταν η γενεσιουργός αιτία των σημερινών μας δεινών.

Ο Μαξ Βέμπερ προφητικά υποστήριζε πως η κοινωνική κατηγοριοποίηση του ατόμου καθορίζεται από κριτήρια αυστηρώς υποκειμενικά. Ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ταξικά, είναι γνήσιο υποκείμενο της κοινωνίας γιατί έχει «εργοδότη» του την ίδια την κοινωνία. Η συνείδησή του λοιπόν μόνο κοινωνική μπορεί να είναι.

Το ασφαλιστικό είναι θέμα εθνικό και οι αγώνες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του μόνο παγκλαδικοί και παλλαϊκοί μπορούν να είναι. Στο σημείο αυτό όλους τους μεγάλους διανοητές της πολιτικής επιστήμης θα τους είχαμε σίγουρα με το μέρος μας.

(*) Ο Δημήτρης Π. Κυριακαράκος είναι δικηγόρος, LL.M. Διεθνούς και Συγκριτικού Δικαίου Οικονομίας / Εμπορίου του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου Λονδίνου

πηγή: avgi.gr άρθρο του Δημήτρη Π. Κυριακαράκου > Η "εξέγερση της γραβάτας": αναζητώντας τη μεσαία τάξη του

 ..."η "εξέγερση της γραβάτας": αναζητώντας τη μεσαία τάξη"...(>άρθρο<)

..."ιστογραμμή"...