..."η μεταφυσική ως αποτέλεσμα αδιεξόδου & η μάχη της κυβέρνησης της αριστεράς"...(άρθρο<)

Τάσσος Δίκας, μελάνια, 1972
Του Ευριπίδη Ταρασίδη (*)
Ο Καντ έγραφε πως «η δομή της σκέψης του κάθε ανθρώπου καθορίζει εν πολλοίς την αντίληψη της εκάστοτε πραγματικότητας». Σχεδόν έναν αιώνα μετά, ο Μαρξ θα κάνει να μοιάζουν αυτές οι απόψεις μεταφυσικές. Και τούτου γιατί ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και τον κόσμο ως έναν, υλικό και αντικειμενικό και ταυτόχρονα τον άνθρωπο και την κοινωνία ως στοιχεία αυτού. Στα παραπάνω αν προσθέσουμε και τον αφορισμό όσων καταχρηστικά χρησιμοποιούν μόνο ένα κομμάτι της πραγματικότητας στην διαλεκτική διαδικασία, θα αντιληφθούμε το πόσο κρίσιμο είναι τελικά το να αποφύγει κανείς τον αστισμό σαν αντίληψη μα κυρίως στην λήψη αποφάσεων ή στην κατάρτιση θέσεων.
Μα ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή. Οι μαρξιστές έχουν ως κοινό τόπο συνάντησης την πάλη των τάξεων η οποία είναι και αυτή που τελικά καθορίζει την λειτουργία ή καλύτερα την ύπαρξη του καπιταλισμού. Μία ακόμα κοινή αλήθεια είναι πως ο καπιταλισμός στηρίζει την κυρίαρχια του στην κατάληψη των μέσων παραγωγής από τους αστούς. Η εξέλιξη της ιστορίας βάζει τον άνθρωπο να αξιώνει και να διεκδηκεί μεγαλύτερο μερίδιο ελευθερίας και έτσι από «σκλάβος» και «πλήβειος» γίνεται «πολίτης» και μέλος μίας κοινωνίας δημοκρατικής, με νόμους, δικαιώματα και αρχές. Αυτή η πραγματικότητα δεν βγάζει ποτέ τον μανδύα του καπιταλισμού ο οποίος αναπροσαρμόζεται και υποχωρεί ακριβώς για να καταφέρει να κυριαρχήσει και να αποποινικοποιήσει-ή καλύτερα να ηθικοποιήσει- την ανελεύθερη του και απάνθρωπη του φύση.
Δείγμα τούτης της «υποχώρησης» είναι και η αστική δημοκρατία και το πλαίσιο του «κράτους» που πάνω σ’ αυτό στηρίζει την δομή του η καπιταλιστική εξέλιξη. Πως όμως φτάνουμε από τον Μαρξ στην σύγχρονη νεοφιλελεύθερη δομή; Πως αλήθεια επηρεάζει η μαρξιστική σκέψη και η επίγνωση της πραγματικότητας και όλων των συνεπαγώμενων την συνθηκολόγιση του ΣΥΡΙΖΑ;
Ας θυμηθούμε κάτι: ο κομμουνισμός είναι παιδί του καπιταλισμού. Παιδί που μισεί τον πατέρα του και θέλει να τον εξοντώσει. Αλλά δεν παύει να είναι σάρκα από την σάρκα του. Ο,τιδήποτε οδηγεί στον σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό συνυπάρχει μέχρι ένα σημείο (μέχρι εκείνη την επαναστατική διαδικασία αλλαγής) με τον καπιταλισμό. Διότι τα πάντα καθορίζονται πάνω στην κυριαρχία του κεφαλαίου στην εργασία. Θεσμοί, κοινοβούλια, ενώσεις, τα πάντα είναι εργαλεία τα οποία έχουν οριστεί ακριβώς από εκείνη την κυρίαρχη τάξη προς όφελος των αναγκών αυτών. Πέραν αυτού, οποιοδήποτε αίτημα από τα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα, είτε αυτό έχει ταξικό πρόσημο είτε όχι, είναι ενταγμένο στον καπιταλισμό και τελικά είναι αίτημα διαχειριστικό.

Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών, ακόμα και η αύξηση του μισθού είναι αιτήματα ενταγμένα και για να είμαστε και ειλικρινείς είναι αιτήματα διαχείρισης έστω και αν έχουν την διάθεση (επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω για την αποτελεσματικότητα) να βελτιώσουν την ζωή των εργαζομένων. Εφόσον λοιπόν, οποιοδήποτε αίτημα σε μία μη επαναστατική περίοδο άρα και σε μία περίοδο μη κοινωνικού μετασχηματισμού είναι διαχειρίσιμο, οι επιμέρους πολιτικές παρατάξεις-κόμματα που ανήκουν στον χώρο της αριστεράς, φτάνουν στα σημεία του βερμπαλισμού και τελικά στο κομμάτι της αυτοικανοποίησης. Η λογική «ο στόχος μου είναι πιο ριζοσπαστικός» είναι ακριβώς στο μέρος εκείνης της αστικής φιλοσοφίας (βλ. στην αρχή του άρθρου την φράση του Καντ) που αφήνει εκτός παιχνιδιού τον υλισμό. Αν λοιπόν η σχέση ύλης και συνείδησης ακροβατεί πάνω στην μυθοπλαστική εσωτερικότητα είτε του ατόμου είτε της ομάδας, τότε δεν μιλάμε για αριστερά και σίγουρα δεν μιλάμε για μαρξισμό.
Μα, θα πει κάποιος, τότε η λύση είναι μόνον η επανάσταση και άρα αδίκως υπάρχουν κινήματα, κόμματα που συμμετέχουν στο κοινοβούλιο, κινήσεις πολιτών, συνδικάτα κτλ. Σε έναν παράλληλο κόσμο όπου η ζωή θα ήταν αντιληπτή με όρους «αιωνιότητας» όντως μία τέτοια διαπίστωση θα έστεκε και θα ήταν θεμιτή. Επειδή όμως η καθημερινότητα και η πολιτική με «π μικρό» είναι α) η ουσία της βελτιώσης της ζωής των υποτελών και β) η πραγματική παρακαταθήκη για τις επαναστάσεις του μέλλοντος, κάθε κίνηση μακρυά από τα –αντιδραστικά μεν- κέντρα εξουσίας (είτε είναι η ΕΕ, είτε το εκάστοτε κοινοβούλιο) είναι μία πολύ ωραία ιστορία για μυθιστόρημα αλλά δεν είναι πολιτική.
Η αποδοχή λοιπόν από την αριστερά και ειδικά από εκείνη την αριστερά που αντιλαμβάνεται τον κόσμο πάνω στην ανάλυση του Μαρξ της αναγκαιότητας συμμετοχής σ΄αυτούς του θεσμούς, προυποθέτει ή καλύτερα υπονοεί την αποδοχή μερικών στοιχείων. Πρώτον, η πιθανή κυβέρνηση της αριστεράς διαχειρίζεται προς όφελων των εργαζομένων την εκάστοτε συγκυρία. Είναι υποχρέωση του κόμματος στο όνομα του οποίου σχηματίστηκε κυβέρνηση, να αφουγκράζεται την κοινωνία και να πιέζει την κυβέρνηση προς την κατεύθυνση λήψης αποφάσεων για την εξυπηρέτηση των αναγκών της εργατικής τάξης. Παράλληλα, το κόμμα που στηρίζει την κυβέρνηση πρέπει πάνω στην παραπάνω ανάλυση, να αντιληφθεί ότι το «θέλω» με το «πράττω» έχει μία απόσταση που για να καλυφθεί θα πρέπει να συνηγορίσουν αρκετά επιμέρους πράματα και καταστάσεις. Δεύτερον, η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει υπόψιν της τους συσχετισμούς δύναμεις τόσο σε επίπεδο τοπικό (αυτοδιοικήσεις, σωματεία κτλ.) όσο-κυρίως- σε επίπεδο διεθνές (κυβερνητικές πλειοψηφίες, ΟΗΕ, ΕΕ κτλ.) και να καθορίσει εκείνες τις στρατηγικές που θα της επιτρέψει να κινηθεί ευέλικτα και με ορίζοντα πραγματοποίησης του εκάστοτε στόχου της. Τρίτον, κόμμα και κυβέρνηση δεν πρέπει να γίνουν ένα πράμα. Το κόμμα δεν πρέπει επ ουδενί να μετατραπεί σε έναν εκλογικό μηχανισμό διότι τότε θα χάσει την γείωση με την κοινωνία και άρα θα πάψει να έχει ως απότερω σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των υποτελών η οποία θα προυποθέτει την επεξεργασία και την επικοινωνία των προτεραιοτήτων της κοινωνίας.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση της αριστεράς θα πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν είναι εξουσία. Οι σχέσεις παραγωγής συνεχίζουν να υπάρχουν, τα μέσα παραγωγής δεν ανήκουν στην εργατική τάξη, ο χρηματοπιστωτικός τομέας εξακολουθεί να δρα με γνώμονα το κέρδος, η ανθρωποφαγία υφίσταται σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εξωτερικές σχέσεις με τις υπόλοιπες χώρες γίνονται πάλι με όρους Αγοράς κτλ.

Άρα, γιατί αξίζει η αριστερά να βρίσκεται στην κυβέρνηση και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης; Σ’ αυτό καλύτερα ας απαντήσουν οι ηλικιωμένοι που πήραν κατώτερη σύνταξη από εκεί που δεν είχαν καθόλου. Ας απαντήσουν οι χιλιάδες ανθρώπων που έχουν κάρτα σίτισης. Οι άνθρωποι που ευνοήθηκαν από τον νόμο για την ιθαγένεια, οι άνεργοι που θα μετακινούνται δωρεάν, οι κάτοικοι των Σκουριών που νιώθουν ότι ακούγονται, οι καθαρίστριες του υποουργείου οικονομικών, οι σχολικοί φύλακες, τα φτωχά παιδιά των δημοτικών που θα σιτίζονται κτλ.
Μα ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε μνημόνιο που φέρνει μειώσεις σε συντάξεις, φόρους και τελικά διατηρεί τις μνημονιακές πολιτικές, θα πει κάποιος και προφανώς και δεν θα χει άδικο. Μα αν θέλουμε να κάνουμε μία πολιτική κουβέντα ενταγμένη στην συγκυρία θα πρέπει να αναρωτηθούμε τα εξής:
α) Ποιος έχει το καρπούζι και το μαχαίρι ακόμα και μετά από δύο εκλογικές νίκες της αριστεράς;
β) Ποια είναι η εναλλακτική και πως έχει επικοινωνηθεί με τον λαό έτσι ώστε να μπορεί να δεχτεί τις πιθανές συνέπειες μία ακόμα βαθύτερης ανθρωπιστικής κρίσης;
γ) Για ποιους τελικά ασκούμε πολιτική και ποιο θα πρέπει να είναι το κριτήριο μας;
δ) Ακόμα, αν έχουμε διαβάσει έστω και λίγη ιστορία, πόσες φορές σε παρόμοια πλάισια ο αδύναμος κάνει λίγα βήματα πίσω και συνθηκολογεί με τον ισχυρό αλλά παραμένει σε εγρήγορση για την επίτευξη του στόχου του;
Και τέλος,
ε) Από πότε στην μαρξιστική θεωρία ο χρόνος επίτευξης ενός στόχου προς όφελος των υποτελών περιορίζεται σε εφτά μήνες, ή έναν χρόνο ή ακόμα και πέντε χρόνια; Από πότε οι υλικές νίκες παύουν να έχουν αξία επειδή δεν υλοποιούνται μέσα σε μία γενικότερη στρατηγική νίκη;

Αν στα ερωτήματα προστεθεί και το (ολίγον τι μικροαστικό αλλά αληθινό) ποιος θα διαχειριζόταν καλύτερα την ακραία κατάσταση (στην οποία προφανώς και δεν ευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ) τότε εύλογα καταλήγει κανείς πως οποιαδήποτε βερμπαλιστική, σεχταριστική και ολίγον τι κουτσαβακιστικη άποψη περί αιτημάτων και ρήξης-σύγκρουσης που δεν συνυπολογίζει την συγκυρία, τους συσχετισμούς δύναμεις, τα όρια των δυνάμεων μας στο τώρα, την αφομοίωση από τον λαό θέσεων που θα τον φέρουν αντιμέτωπο με ολομέτωπη επίθεση από το ευρωπαικό, εγχώριο και παγκόσμιο κεφάλαιο είναι όχι απλά διαχειρίσιμη αλλά τελικά χρήσιμη για την διατήριση της  μεταφυσικής οπτικής της αριστεράς στα μάτια των εργαζόμενων και των υποτελών. Η μάχη δίνεται όσο υπάρχει καπιταλισμός και δίνεται παντού, με όλα τα μέσα.
Υ.Γ. Τα κινήματα και οι πολιτικοί στόχοι καθορίζονται με γνώμονα τις ανάγκες των υποτελών για τους οποίους φτιάχτηκαν για να στηρίξουν. Δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, δεν σταματάν και δεν συνεχίζουν αν δεν το ορίσουν οι ανάγκες των υποτελών. Ο περιορισμός και η περιθωριποίηση ανθρώπων και ομάδων που υποστηρίζουν τα δίκαια των άμεσα εμπλεκόμενων είναι ωμός αστισμός και εξυπηρετεί με τεράτια επιτυχία τον αντίπαλο.
Υ.Γ.2 Προς ορισμένους «αριστερούς» δημοσιογράφους. Η χρησιμοποίηση ενός μέρους της πραγματικότητας για την εξάγωγή συμπερασμάτων δεν είναι πολιτική, είναι θεολογία. Σίγουρα, δίνετε σωστή απάντηση στο «πόσο κάνει 1+1» αλλά ουδέποτε αναρωτηθήκατε γιατί να πρέπει να κάνετε αυτήν και όχι κάποια άλλη πράξη.
 (*) Ο Ευριπίδης Ταρασίδης είναι σκηνοθέτης
..."η μεταφυσική ως αποτέλεσμα αδιεξόδου & η μάχη της κυβέρνησης της αριστεράς"...(>άρθρο<)

..."ιστογραμμή"...