..."ιστογραμμή"... |
Ας ξεκινήσουμε με δυο ίσως λίγο εξωπραγματικές υποθέσεις:
Πρώτον, ας υποθέσουμε ότι οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι έχουν πράγματι ως στόχο την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, και ότι η διαφωνία τους με τους μη-νεοφιλελεύθερους συναδέλφους τους αφορά μόνο τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού.
Δεύτερον, ας υποθέσουμε ότι στη συζήτηση αυτή η στρατηγική που στοχεύει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι μια από τις στρατηγικές που μπορούν δυνητικά να οδηγήσουν στην επίτευξη του παραπάνω στόχου.
Παρουσιάζοντάς την συνοπτικά, η νεοφιλελεύθερη συνταγή μάς λέει ότι μειώνοντας τους μισθούς μειώνουμε το κόστος για τις επιχειρήσεις, οι οποίες ως αποτέλεσμα θα μειώσουν τις τιμές των εμπορευμάτων τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο τα εμπορεύματα αυτά γίνονται πιο ανταγωνιστικά κι έτσι αυξάνουμε τις εξαγωγές μας.
Στο σύνηθες αντεπιχείρημα ότι η μείωση των μισθών μειώνει και την εγχώρια ζήτηση και άρα βαθαίνει την κρίση, ένας «αισιόδοξος» νεοφιλελεύθερος θα μας έλεγε ότι σε μια μικρή εξαγωγική χώρα σαν την Ελλάδα, η αύξηση της ζήτησης μέσω των εξαγωγών θα είναι περισσότερη από τη μείωση της εγχώριας ζήτησης και άρα στο σύνολό της η οικονομία θα παρουσιάσει οικονομική ανάπτυξη.
Θεωρητικά η παραπάνω αντίληψη δεν στερείται οικονομικής λογικής, έχει όμως δύο σιωπηρές παραδοχές: Η πρώτη είναι ότι όταν μια χώρα προσπαθεί να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, όλες οι υπόλοιπες δεν προσπαθούν να κάνουν το ίδιο. Από τη φύση της η ανταγωνιστικότητα είναι όρος σχετικός, πράγμα που σημαίνει ότι αν όλες οι χώρες μειώνουν ταυτόχρονα το κόστος και τις τιμές των εξαγωγών τους, τότε καθόλου πιο ανταγωνιστικές δεν γίνονται η μια προς την άλλη.
Η δεύτερη παραδοχή είναι ότι οι τελικές τιμές των εμπορευμάτων ακολουθούν την πτώση του μισθολογικού κόστους, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, απλώς καταλήγουμε να μειώνουμε την εγχώρια ζήτηση χωρίς να αυξάνουμε τις εξαγωγές μας.
Εστιάζοντας εδώ στη δεύτερη παραδοχή, είναι καλό να θυμηθούμε την αρχή της διαψευσιμότητας του Karl Popper: κάθε επιστημονική θεωρία που σέβεται τό όνομά της οφείλει να είναι ανοιχτή στο να διαψευστεί αν η πραγματικότητα δεν την επαληθεύει. Μ' αυτήν την έννοια, παρ' όλο που καθημερινά οι θιασώτες της λιτότητας ισχυρίζονται ότι χάρη στις περικοπές η ελληνική ανταγωνιστικότητα έχει αυξηθεί, έχει σημασία να δούμε τι λένε τα πραγματικά στοιχεία των τελευταίων ετών.
Η EUROSTAT, η κεντρική στατιστική υπηρεσία της Κομισιόν, παρέχει δύο εναλλακτικούς δείκτες: ο ένας μετρά την ανταγωνιστικότητα με βάση το μισθολογικό κόστος και ο άλλος με βάση τις τελικές τιμές των προϊόντων. Οι δυο αυτοί δείκτες δίνουν μια τελείως διαφορετική εικόνα. Από τη μία η ανταγωνιστικότητα φαίνεται όντως να έχει αυξηθεί από το 2010 κι έπειτα, αν τη μετράμε με βάση το μισθολογικό κόστος, ενώ από την άλλη φαίνεται να είναι σχετικά στάσιμη, αν τη μετρήσουμε με βάση τις τελικές τιμές.
..."ιστογραμμή"... |
Σχηματικά αυτό που λέμε είναι ότι μειώνοντας τους μισθούς καταλήξαμε να έχουμε πιο χαμηλούς μισθούς σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους μας. Όμως από την άποψη των εξαγωγών αυτό δεν έχει και πολύ ενδιαφέρον.
Αν, για παράδειγμα, είστε ένας εισαγωγέας ελαιόλαδου στην Γερμανία και έχετε να διαλέξετε ανάμεσα στο ελληνικό και το ισπανικό ελαιόλαδο, τότε (υποθέτοντας ότι η ποιότητα είναι η ίδια) αυτό που σας νοιάζει είναι το πόσο κοστίζει το κάθε λίτρο λάδι από την κάθε χώρα.
Καθόλου δεν θα πρέπει να σας ενδιαφέρει το πόσο πληρώνονται οι Ισπανοί και οι Έλληνες εργάτες που παράγουν αυτό το λάδι. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μισθοί δεν επηρεάζουν τις τελικές τιμές. Σημαίνει απλώς ότι μπορούμε κάλλιστα να έχουμε μειώσεις μισθών χωρίς αυτό να αντανακλάται αυτόματα στις τιμές των εμπορευμάτων, εξαιτίας π.χ. μιας παράλληλης μεταβολής του βαθμού μονοπωλίου της αγοράς.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα: Η πολιτική της λιτότητας, η οποία εδώ και πέντε χρόνια έχει ισοπεδώσει τους μισθούς και το κοινωνικό κράτος, ελάχιστα έως καθόλου δεν έχει βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα βασίζεται σε ταυτολογικές στατιστικές, οι οποίες απλώς βολεύουνε τη διεξαγωγή προκατασκευασμένων συμπερασμάτων, παραβιάζοντας όμως τη θεμελιώδη αρχή της δυνατότητας διαψευσιμότητας και απόρριψης μιας θεωρίας.
* Ο Στέφανος Ιωάννου είναι διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Leeds και μέλος της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ
πηγή: avgi.gr άρθρο Στέφανου Ιωάννου > Νεοφιλελευθερισμός εναντίον πραγματικότητας... σημειώσατε ένα
..."ιστογραμμή"...