Πώς κερδίζει η Δεξιά
Διαβάζοντας τα κείμενα αριστερών σχολιαστών αισθάνεσαι ότι δεν άλλαξε τίποτε παρά την εκλογική συντριβή και τη διάσπαση. Η μία πλευρά ονειρεύεται ότι θα ανατρέψει την παντοδυναμία του Μητσοτάκη, ενώ η άλλη συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο αρχηγικό και παρεΐστικο τρόπο. Οι διαφωνίες μεταξύ του νέου ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς είναι όσες και οι τασικές διαφορές στο πρώην ενιαίο κόμμα.
Αυτό που δεν αντιμετωπίζουν όσοι παίρνουν αποστάσεις από τα προηγούμενα, αλλά και εκείνοι που τα υπερασπίζονται, είναι οι λόγοι της ήττας. Αφού οι ηγεσίες συνεχίζουν απτόητες είναι σαν οι περσινές εκλογές να μην έγιναν. Μόνο μια μελλοντική συνεργασία θα είχε ελπίδες πετυχημένης επανασύστασης της Αριστεράς. Γι’ αυτό καλό είναι να αποφεύγονται οι επιθέσεις και να διατηρηθούν γέφυρες επικοινωνίας.
Μια χαρακτηριστικά κοινή άποψη και των δύο είναι ότι ζούμε σε μια κοινωνία «περιορισμένων προσδοκιών» που οδήγησε στις πρόσφατες νίκες της Δεξιάς. Ο λαός φταίει για τις επιλογές του που είναι αποτέλεσμα «ψεύτικης συνείδησης», αδυναμίας κατανόησης της κατάστασής του. Πίσω από την επιφάνεια και τα γεγονότα υπάρχει μια διαφορετική βαθιά πραγματικότητα και δουλειά του αριστερού είναι να την αποκρυπτογραφήσει. Αλλά οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν ότι ο καπιταλισμός και ο βιοπολιτικός έλεγχος της συμπεριφοράς έχουν αιχμαλωτίσει τη λαϊκή φαντασία και καθορίζουν συνειδητές δράσεις και ασυνείδητες επιθυμίες.
Δεν αρκεί επομένως να καταδικάζουμε τον ατομικισμό ή τη δεξιά ιδεολογία μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που δεν κατανοούν τα συμφέροντά τους. Δεν έχει υπάρξει πετυχημένη ιδεολογία που να μην ανταποκρίνεται σε κάποιες λαϊκές ανάγκες. Το καθεστώς Μητσοτάκη, πέρα από τη σκληρή ταξική μεροληψία, μπορεί να ισχυρίζεται ότι υιοθετεί πολιτικές που προωθούν τα γενικότερα λαϊκά συμφέροντα. Είναι φανερό ότι η ταξική συνείδηση εύκολα επικαλύπτεται από την αντίπαλη ιδεολογία. Οπως υποστήριζε ο Γκράμσι, οι μάζες διαθέτουν δύο ανταγωνιστικές συνειδήσεις - μία που αναπτύχθηκε οργανικά από τη δραστηριότητά τους και μία άλλη που κληρονομήθηκε από την κυρίαρχη ιδεολογία.
Αλλά τα πράγματα είναι ακόμη πιο ριζικά. Η ιδεολογία δεν είναι μόνο ιδέες ούτε η παλαιομαρξιστική «ψευδής συνείδηση». Δεν είναι κρυμμένη μόνο σε αυτά που σκεφτόμαστε. Την ασκούμε και την παρατηρούμε καθημερινά σε ό,τι κάνουμε. Γιατί ιδεολογία δεν είναι μόνο η σκέψη και οι ιδέες, αλλά το πλαίσιο της δράσης. Ιδεολογία είναι ό,τι κάνουμε και στη συνέχεια εσωτερικεύουμε ανεξάρτητα από το τι σκεφτόμαστε ή τι πιστεύουμε. Η ιδεολογία είναι επομένως επιτελεστική, το έργο της φαίνεται στην πράξη. Η δράση μας επιβεβαιώνει την υποταγή στις κυρίαρχες επιλογές και ταυτόχρονα τις αναπαράγει. Κάθε πράξη είναι μια απολύτως ορατή ιδεολογική εικόνα που διαδίδεται μέσω της μίμησης και της επανάληψης. Αρχή της είναι το «αν το κάνουν οι άλλοι, τότε μπορώ και πρέπει να το κάνω κι εγώ».
Η ιδεολογία της πράξης είναι κυνική. Εχουμε πλήρη συνείδηση ότι οι πράξεις αντιστρατεύονται τη γνώση και τα συμφέροντά μας, αλλά αυτό δεν μας σταματά. «Je sais bien, mais quand même» - ξέρω πολύ καλά τι κάνω, αλλά παρ’ όλα αυτά το κάνω. Πρόκειται επομένως για μια «πεφωτισμένη» ψευδή συνείδηση που φάνηκε έντονα στους δεξιούς πολιτικούς με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ηξεραν ότι συνέφερε την Ελλάδα και το παραδέχονταν σε ιδιωτικές συζητήσεις. Αλλά δημόσια την κατήγγελλαν με πολεμικούς όρους. Δημιουργούσαν μια ζώνη ασφαλείας γύρω τους, η οποία εξοστράκιζε ό,τι γνώριζαν και πίστευαν. Ο κυνισμός ως απόλυτη μορφή υποκρισίας, ο τόκος που πληρώνει το ψέμα στην αρετή.
Για την εξουσία, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η σκέψη και οι πίστεις, δηλ. η ιδεολογία με τη παραδοσιακή έννοια –ότι είμαστε μαρξιστές, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αναρχικοί κ.λπ.- αλλά η πρακτική μας δράση, αυτά που κάνουμε καθημερινά. Η εξουσία επωφελείται πολλαπλά από αυτή τη λειτουργία της ιδεολογίας ως πράξη. Πρώτα, δεν χρειάζεται να ασχολείται με το τι σκέφτονται συνειδητά οι άνθρωποι στον βαθμό που συμπεριφέρονται σύμφωνα με την ασυνείδητη φαντασίωσή τους. Η πιο κοινή ασυνείδητη φαντασίωση μας κάνει να πιστεύουμε στην αιωνιότητα του καπιταλισμού.
Μπορούμε να τον επικρίνουμε, αλλά εξακολουθούμε να συμπεριφερόμαστε σαν να πρόκειται να επιβιώσει για πάντα. Δεύτερο, επειδή η σκέψη φαίνεται να είναι ελεύθερη και να μην ακολουθεί την κυρίαρχη ιδεολογία, «ούτε ο διάολος δεν ξέρει τι υπάρχει στην ψυχή», οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι πραγματικά ελεύθεροι. Μπορούν να διαφωνούν και να ασκούν κριτική σε ό,τι θέλουν, αρκεί να συμπεριφέρονται με τον απαιτούμενο τρόπο, αρκεί να καταναλώνουν, να πηγαίνουν στη δουλειά, να υπακούν, να πιστεύουν ό,τι βλέπουν στην τηλεόραση. Ετσι η εξουσία ελέγχει και τιμωρεί αυτό που γίνεται αντιληπτό εξωτερικά, δηλαδή τη συμπεριφορά, ενώ φαίνεται φιλελεύθερη με τις ιδέες.
Εμφανίζεται λοιπόν το εξής παράδοξο. Η υποαπασχόληση, η ελαστική εργασία, ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους, η ανέχεια αντιμετωπίζονται ως συστατικά της προσωπικής ελευθερίας, της επιχειρηματικότητας και του ανταγωνισμού. Η αγορά γίνεται ο μηχανισμός που επιτρέπει στους ανθρώπους να κερδίσουν την αυτοεκτίμησή τους. Λατινοαμερικάνοι κοινωνιολόγοι έχουν χαρακτηρίσει αυτήν την ιδεολογική θέση «νεοφιλελευθερισμό από τα κάτω».
Ανθρωποι που αγωνίζονται για να επιβιώσουν αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως «μικροεπιχείρηση» που πρέπει να αγοράσει την παιδεία, την υγεία, την ασφάλιση, την κοινωνική πρόνοια. Αν η καθημερινότητα είναι συνεχής ανταγωνισμός, η αποτυχία είναι αποτέλεσμα της δικιάς μας ευθύνης. Αυτό εκμεταλλεύονται οι υπουργοί, όταν προειδοποιούν ότι οι τιμές των αναγκαίων αγαθών δεν θα πέσουν, όταν συμβουλεύουν τους πολίτες να αγοράζουν «μόνο μία φλούδα (!) καρπούζι» ή να δίνουν «φακελάκι» στους γιατρούς για να πηδάνε τις ουρές για εγχειρήσεις ή όταν δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι «τέσσερα τοστ φτάνουν για μια οικογένεια». Δεχτείτε τη φτώχεια σας, έτσι είναι η ζωή, ο θεός είναι μεγάλος.
Πολλοί πάλι που βγήκαν από τη φτώχεια με τις μεταπολιτευτικές κοινωνικές πολιτικές θεωρούν την πρόοδό τους ατομικό επίτευγμα και αντιτίθενται στις πολιτικές που τους είχαν βοηθήσει –βλέπε δημόσιο Πανεπιστήμιο- όταν επεκτείνονταν στα σημερινά κοινωνικά στρώματα. Ετσι έχουμε μια σύγκλιση του νεοφιλελευθερισμού «από τα πάνω» με αυτόν «από τα κάτω» και τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου ανταγωνισμού στον οποίο πρέπει να επιδιώξουμε την οικονομική επιβίωση και επιτυχία. Οι βασικές θέσεις είναι ίδιες. Το κράτος δεν πρέπει να ασχολείται με τις οικονομικές ανισότητες, αλλά να ανέχεται την άσκηση βίας από την αστυνομία και τους «νοικοκύρηδες» στη γυναίκα, τα παιδιά, τις καταπιεσμένες μειονότητες.
Οδηγούμαστε σε μια λογική «εξίσωσης προς τα κάτω». Οσοι υποφέρουν θέλουν οι συνθήκες που τους καταπιέζουν να επιβληθούν σε όλους. Οχι βέβαια στους πλούσιους και ισχυρούς, στις τάξεις των οποίων φιλοδοξούν να ενταχθούν.
Παράλληλα η νεοσυντηρητική Δεξιά, στενή σύντροφος του νεοφιλελευθερισμού, παρουσιάζει τις προκαταλήψεις βάσει φυλής, φύλου, θρησκείας ή σεξουαλικότητας ως υπεράσπιση της πατρίδας, της οικογένειας και της πίστης. Ετσι ο Μητσοτάκης εμφανίζεται ως σύμβολο οικονομικού φιλελευθερισμού, αλλά και σκληρής πειθαρχίας και καταστολής. Λειτουργεί στα όρια της ηθικής και του νόμου, αλλά ταυτόχρονα υπεραμύνεται του κράτους δικαίου μια και δεν υπόκειται στους ίδιους κανόνες όπως οι άλλοι. Αλλά κι αυτό προσφέρεται στο κοινωνικό φαντασιακό ως ικανότητα και επιτυχία. «Κοίτα πόσο πανίσχυρος είναι, πόσο επιβάλλει τη θέλησή του στα ΜΜΕ, τους δικαστές, τους τραπεζίτες». Στο επόμενο: Μπορεί να αντισταθεί η Αριστερά;
(*) Καθηγητής Πανεπιστημίου του Λονδίνου
πηγή: efsyn.gr
..."κώστας δουζίνας: πώς κερδίζει η δεξιά"...(>άρθρο<)
..."ιστογραμμή"... tassosdikas blog