Τάσσος Δίκας, ξηρό παστέλ, 1995 |
Του Γιάννη Σιώτου
Η ανισότητα είναι πλέον το θέμα στο οποίο επικεντρώνεται η πολιτική αντιπαράθεση. Από τη μία πλευρά, οι "ισχυροί" του πλανήτη έχουν ήδη μετατρέψει σε αξίωμα τη δημοσιονομική πειθαρχία και την παντοκρατορία των αγορών. Από την απέναντι όχθη, οι άλλοι, αυτοί που υποστηρίζουν ότι η νεοφιλελεύθερη πρόταση είναι καταστροφική, επισημαίνουν ότι το οικονομικό αποτέλεσμα που παράγει ευνοεί μόνο τους πλούσιους και τα τσιράκια τους καθώς η ζωή όλων των άλλων είναι ένα συνεχές φλερτ με τη φτώχεια.
Αν και οι διαπιστώσεις αυτές περιγράφουν με αρκετά ρεαλιστικό τρόπο την πραγματικότητα, εντούτοις δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές έχουν τεράστια ευθύνη για το γεγονός ότι αυτή η κορυφαία ιδεολογική αντιπαράθεση έχει τηλεοπτικές προδιαγραφές. Αποτέλεσμα; Και οι δύο πλευρές να αποσιωπούν, να υποβαθμίζουν, να αποφεύγουν και προσπερνούν μείζονος σημασίας ζητήματα.
Το πιο σημαντικό από τα θέματα που συστηματικά οι πολιτικοί αποφεύγουν να αγγίξουν είναι η "γκρίζα φτώχεια". Δηλαδή η ένδεια που παραμονεύει να πλήξει όχι μόνο τους σημερινούς ηλικιωμένους αλλά και αυτούς που τους ακολουθούν. Και όμως η "γκρίζα φτώχεια" είναι πλέον ανάμεσά μας. Αν μελετήσει κανείς τους σχετικούς αριθμούς, τότε το δίχως άλλο θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια σχεδόν αναπόφευκτη προοπτική -περίπου σαν τον θάνατο-, αφού η γήρανση των Δυτικών κοινωνιών είναι μια πραγματικότητα που θα παρασύρει και θα εξαφανίσει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας.
Είναι γνωστό ότι οι Δυτικές κοινωνίες γηράσκουν και ότι η σχετική σπανιότητα των νέων εργαζομένων θα φέρει όλα τα είδη των δημοσιονομικών προκλήσεων. Αυτό που διακυβεύεται τώρα είναι η οικονομική ευημερία της Δύσης, καθώς και η ικανότητα των κυβερνήσεων να προνοήσουν για ένα αυξανόμενο μερίδιο ανενεργών ατόμων. Στη δεκαετία του 1960 και του 1970, οι οικονομίες του G-7 είδαν κατά μέσο όρο αύξηση 4,4% της παραγωγής ανά ώρα εργασίας ετησίως. Μεταξύ της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και της οικονομικής κρίσης του 2008, η αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε στο 1,8%. Και τώρα ο ρυθμός της επέκτασης είναι μόλις στο 0,4%. Ζούμε δηλαδή σε μια περίοδο αργής ανάπτυξης και δημιουργίας λίγων θέσεων εργασίας.
Οι αλλαγές στη δομή του πληθυσμού αντικατοπτρίζονται στη δομή του εργατικού δυναμικού. Με λιγότερους νέους εργαζόμενους να εισέρχονται στην αγορά εργασίας, η βάση της πυραμίδας διαβρώνεται, αυξάνοντας το σχετικό βάρος των ηλικιακών ομάδων στην κορυφή. Εν τω μεταξύ, με τους συνταξιοδοτούμενους εργαζόμενους να υπερτερούν αριθμητικά των εισερχόμενων στην εργασία, το συνολικό μέγεθος της πυραμίδας συρρικνώνεται. Αν σε αυτά προστεθούν και τα εκατομμύρια των ανέργων, τότε βρισκόμαστε μπροστά στο τέλειο σενάριο καταστροφής των ηλικιωμένων, αφού το εργατικό δυναμικό γίνεται ολοένα πιο μικρό και πιο ηλικιωμένο. Ποιους αφορά; Το πρόβλημα έχει προσλάβει απειλητικές διαστάσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Οι δημογραφικές αλλαγές αργούν να επιδράσουν. Αλλά μόλις οι αλλαγές αρχίσουν να γίνονται αισθητές, επιταχύνονται γρήγορα. Για παράδειγμα, χρειάστηκαν περισσότερα από 60 χρόνια ώστε η μείωση της γονιμότητας και η αύξηση της μακροζωίας στις πλούσιες χώρες να ωθήσει τον δείκτη του παγκόσμιου μέσου όρου εξάρτησης των ηλικιωμένων -τον λόγο των ηλικιωμένων προς εκείνους σε ηλικία εργασίας- από περίπου 20% το 1960 σε 33% σήμερα. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προβλέπει ότι ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων θα κάνει άλμα στο 47% το 2050. Θα φτάσει το 71% στην Ιαπωνία.
Πίσω από αυτούς τους αριθμούς κρύβεται το μεγάλο μυστικό. Ο συνδυασμός: μειωμένη παραγωγικότητα, αργή ανάπτυξη, χαμηλές αμοιβές και υψηλή ανεργία λειτουργεί ως σπείρα από την οποία πολύ δύσκολα μπορεί να ξεφύγει κανείς χωρίς γενναίες πολιτικές αποφάσεις. Και δυστυχώς οι πολιτικές που θα στοχεύουν στην αντιστροφή των δημογραφικών τάσεων, στην ενίσχυση της εργασίας και στη στήριξη των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είτε βασίζονται στη λογική του «χασάπη» είτε κινούνται με προδιαγραφές... ευχολογίου.
Υπό το πρίσμα αυτό οι απαιτήσεις των δανειστών για την ποιότητα και την ποσότητα των περικοπών στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα ουσιαστικά δίνουν μια γεύση αυτών που έπονται σε όλη την Ευρώπη - και όχι μόνο. Το σίγουρο είναι όμως ότι οι πολιτικές αυτές όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αλλά το επιδεινώνουν. Το βιώνουμε άλλωστε στην Ελλάδα, όπου η ύφεση, και η ανεργία που έχουν προκληθεί από τα Μνημόνια έχουν εκτροχιάσει το ασφαλιστικό σύστημα.
Ίσως η μοναδική ρεαλιστική προοπτική για να αντιμετωπιστεί η επερχόμενη καταιγίδα της «γκρίζας φτώχειας» είναι η φορολόγηση του πλούτου που είτε βρίσκεται παρκαρισμένος σε κάποιους από του 90 φορολογικούς παραδείσους του κόσμου είτε διακινείται μεταξύ Λουξεμβούργου, Φραγκφούρτης, Χονγκ Κονγκ, Νέας Υόρκης, Σιγκαπούρης και σε όλα τα υπόλοιπα μικρά και μεγάλα χρηματοοικονομικά κέντρα του πλανήτη. Οι αποκαλύψεις άλλωστε των "Panama Papers" δεν είναι παρά σταγόνα στον ωκεανό των 34 τρισ. που υπολογίζεται ότι είναι η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων της ελίτ των πλουσίων. Με τα σημερινά δεδομένα η φορολόγηση του πλούτου είναι η μοναδική ρεαλιστική και κοινωνικά αποδεκτή μορφή χρηματοδότησης του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος. Η διεκδίκηση αυτή μπορεί να είναι το κυρίαρχο αίτημα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η οποία με τον τρόπο αυτό υπερασπίζεται τα εκατοντάδες εκατομμύρια των υποψήφιων φτωχών αλλά και την ίδια την Δημοκρατία, η οποία θα είναι ένα από τα πρώτα θύματα της "γκρίζας» δυσαρέσκειας και απελπισίας.
πηγή: avgi.gr άρθρο του Γιάννη Σιώτου > H «γκρίζα φτώχεια»
..."η «γκρίζα φτώχεια»"...(>άρθρο<)
..."ιστογραμμή"...