Τάσσος Δίκας, ξηρό παστέλ, 1995 |
Του Γιάννη Σιώτου
Πολλές φορές οι άνθρωποι, βυθισμένοι στα προβλήματα τους, αγνοούν τι γίνεται γύρω τους. Ενίοτε, παρακολουθούν από απόσταση τις όποιες αλλαγές, που νομίζουν ότι δεν τους αφορούν, καθώς τους απορροφούν τα δεινά της καθημερινότητας που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Αυτή η απόλυτα φυσιολογική στάση μπορεί να χαρακτηρίζει τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική συμπεριφορά. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η "απάθεια" οδηγεί, άλλοτε με πιο αργά και άλλοτε με πιο γοργά βήματα, στην απομόνωση, στην αδράνεια και σε μια σχεδόν μοιρολατρική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Οι διαπιστώσεις αυτές μπορεί να ταιριάξουν "γάντι" στη δική μας περίπτωση, καθώς, βουτηγμένοι στα δεινά μας πολλές φορές αρνούμαστε να δούμε και να μελετήσουμε τι γίνεται στη... γειτονιά μας.
Η αλήθεια είναι ότι σήμερα ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης αμφισβητεί ευθέως τις συνταγές που προσπαθούν να επιβάλλουν Ε.Ε. και ΔΝΤ. Για τους περισσότερους, η αμφισβήτηση αυτή συνδέεται με την άνοδο των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη. Πολλοί λίγοι όμως έχουν διαπιστώσει ότι, στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη, λαοί που αμέσως μετά την πτώση του Τείχους θεωρούσαν την Ευρώπη επίγειο παράδεισο, όχι μόνο αντιδρούν, αλλά αρνούνται να ακολουθήσουν τις συνταγές που επιβάλλει το γερμανικό διευθυντήριο. Ήδη, τρεις - χώρες κλειδιά ακολουθούν -ή ετοιμάζονται να ακολουθήσουν- εντελώς διαφορετικές επιλογές από εκείνες του γερμανικού μοντέλου, ενώ σε κάποιες άλλες η δυναμική που αναπτύσσεται μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος αυτών που έπονται.
Τυπικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί η Πολωνία. Παρά το γεγονός ότι η οικονομία της Πολωνίας έχει γνωρίσει τεράστια ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και σύγκλιση με την Δύση, πολλοί Πολωνοί αισθάνονται ότι έχουν μείνει εκτός. Παρ' ότι η Βαρσοβία και ορισμένες άλλες πόλεις έχουν συγκλίνει με τα δυτικά πρότυπα διαβίωσης, η αγροτική Πολωνία έχει αφεθεί να λιμνάζει, ενώ πολλοί Πολωνοί συνεχίζουν να εργάζονται στο εξωτερικό. Αποτέλεσμα; Η νίκη του Κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS) στις βουλευτικές εκλογές της Πολωνίας της 25ης Οκτωβρίου. Το PiS κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στην κάτω Βουλή και τη Δίαιτα, ενώ ελέγχει και την Προεδρία. Στην πραγματικότητα, η Πολωνία ακολουθεί τον δρόμο της Ουγγαρίας, όπου ένα παρόμοιο δεξιό λαϊκιστικό κόμμα κέρδισε υπερ-πλειοψηφία και άλλαξε το Σύνταγμα με τρόπους που μείωσαν τη δημοκρατία, περιχαράκωσε την εξουσία του κυβερνώντος κόμματος και αποδυνάμωσε το ΔΝΤ και τις ξένες τράπεζες. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να συμβεί και στην Πολωνία.
Αν αναζητήσει κανείς να βρει τα αίτια των αλλαγών αυτών, τότε σίγουρα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λαοί απέρριψαν το οικονομικό μοντέλο που προσπάθησαν να επιβάλουν οι Γερμανοί και το ΔΝΤ. Στην περίπτωση της Πολωνίας, αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν μελετήσει κανείς το προεκλογικό πρόγραμμα του νικητή των εκλογών. Το PiS υπόσχεται: να αυξήσει τον κατώτατο μισθό, να καταργήσει τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και τις συμβάσεις ψεύτικης αυτοαπασχόλησης που οι επιχειρήσεις αναγκάζουν τους εργαζόμενους να υπογράψουν για να αποφύγουν την καταβολή του επιδομάτων, να καταργήσει την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, να βελτιώσει τις οικογενειακές παροχές, να ενθαρρύνει για μεγαλύτερες οικογένειες μέσω πιο γενναιόδωρων κοινωνικών παροχών, να δαπανήσει περισσότερα χρήματα για τα παιδιά, να ακυρώσει την ιδιωτικοποίηση των ταμείων συντάξεων, να φορολογήσει το ενεργητικό των ξένων τραπεζών, να εφαρμόσει ειδικό φόρο για μεγάλες ξένες αλυσίδες καταστημάτων λιανικής και με κάποιο τρόπο να δημιουργήσει εγχωρίως περισσότερες θέσεις εργασίας για τους Πολωνούς, εν μέρει περιορίζοντας την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και τονώνοντας την οικονομία.
Ήδη, οι δυτικές τράπεζες φοβούνται ότι θα δουν αναστροφή παρόμοια με αυτήν που συνέβη στην Ουγγαρία, όταν χτυπήθηκαν με ένα φόρο και άλλα μέτρα που μείωσαν τα περιθώρια κέρδους και περιέκοψαν το μερίδιό τους στην αγορά. Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ήδη ξεφύγει προς μια πιο κρατικιστική οικονομική πολιτική, αλλά χωρίς να στοχεύσει στους ξένους επενδυτές. Αυτή η πλατφόρμα του PiS θα σηματοδοτήσει μια αποφασιστική στροφή. Η επίδραση αυτής της αλλαγής θα είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι η Πολωνία ήταν από καιρό μοντέλο για άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Για να κατανοήσει κανείς τη σύνδεση των δύο μοντέλων, ίσως θα πρέπει να γυρίσει πέντε χρόνια πίσω στην Ουγγαρία. Εκεί, ο Όρμπαν διέκοψε το 2010 τη συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και μερικά άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Μεταξύ των οικονομικών πρωτοβουλιών ήταν η εθνικοποίηση στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στον τομέα της ενέργειας, και η επιβολή υψηλότερων φόρων επί των τραπεζών, των τηλεπικοινωνιών, των ασφαλειών και του λιανικού εμπορίου, καθώς και στα μέσα ενημέρωσης ξένης ιδιοκτησίας. Η κυβέρνηση Όρμπαν μέχρι που πρότεινε φόρο στο Internet, ο οποίος προκάλεσε δημόσια κατακραυγή και δεν τέθηκε σε ισχύ. Για να βελτιώσει την αγοραστική δύναμη των Ούγγρων, η κυβέρνηση καθήλωσε επίσης το εθνικό νόμισμα, το φιορίνι, ως προς το ευρώ και το ελβετικό φράγκο, σε μια εξωπραγματικά ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία. Όλες αυτές οι κινήσεις αύξησαν δραστικά τον ρόλο του κράτους στην οικονομία.
Από ό,τι φαίνεται, το οικονομικό μοντέλο έχει βρει μιμητές και σε άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Για παράδειγμα, στη γειτονική Σλοβακία, όπου η κυβέρνηση φαίνεται να χρησιμοποιεί το σενάριο του Όρμπαν όταν ενέκρινε τραπεζικό φόρο 0,4%, εισήγαγε νομικούς περιορισμούς για την απόκτηση γεωργικής γης από αλλοδαπούς και προσπάθησε να κρατικοποιήσει μέρος του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Ενδιαφέρον έχει να συσχετίσει κανείς τις οικονομικές προτάσεις με τη στάση των ίδιων χωρών: στο προσφυγικό, καθώς και στην ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά και στην αντίληψη περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Δεν χρειάζονται περισσότερα για να κατανοήσει κανείς πού τελικά οδηγήθηκαν εξαιτίας των οικονομικών συνταγών του νεοφιλελευθερισμού.
Υπάρχει όμως και η περίπτωση της Ρουμανίας. Η χώρα επέλεξε την ανάπτυξη του νεοφιλελευθερισμού, σε αρμονία με τα μέτρα λιτότητας που προτιμά η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Στη Ρουμανία, τα μέτρα λιτότητας είχαν καθοριστεί από το ΔΝΤ, την Ε.Ε. και την Παγκόσμια Τράπεζα, σε αντάλλαγμα για τρεις πιστωτικές γραμμές συνολικά άνω των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πράγματι, όλα αυτά τα χρόνια, το Βουκουρέστι έχει αποδειχθεί ότι είναι ένθερμος οπαδός του επιθετικού προγράμματος δημοσιονομικής λιτότητας του ΔΝΤ. Και το πρόγραμμα κατέληξε σε σταθεροποίηση, τουλάχιστον όταν πρόκειται για τους μακροοικονομικούς δείκτες. Ωστόσο, η θεραπεία -ειδικά ο συνδυασμός των περικοπών δαπανών και των αυξήσεων φόρων- έφερε επίσης τη δημόσια απογοήτευση. Αυτό οδήγησε σε διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τους πολιτικούς και κατέληξε σε κύμα διαδηλώσεων το 2012, που οδήγησε στην παραίτηση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Εμίλ Μποκ, τον κύριο υποστηρικτή της λιτότητας. Ένα σαφές θετικό στοιχείο είναι ότι η δυσπιστία προς τους πολιτικούς στη συνέχεια μετατράπηκε σε εκστρατεία κατά της διαφθοράς. Ως αποτέλεσμα, έχουν συλληφθεί πολλά μέλη της πολιτικής ελίτ.
Αν μελετήσει κανείς με προσοχή -πέραν των μακροοικονομικών δεικτών-τις οικονομίες τόσο στην Ουγγαρία όσο και στη Ρουμανία, θα διαπιστώσει ότι μπορεί να κατέγραψαν στατιστική ανάπτυξη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν βελτίωσαν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η ασυμφωνία μεταξύ των εντυπωσιακών βελτιώσεων στους οικονομικούς δείκτες και στη στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου είναι συγκλονιστική. Σύμφωνα με την Eurostat, πάνω από το 30% των Ούγγρων διατρέχουν τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και ορισμένες τοπικές πηγές -όπως είναι το Ινστιτούτο Ερευνών TARKI- υποπτεύονται ότι περισσότερο από το 40% των ανθρώπων ζουν ήδη κάτω από το όριο της φτώχειας. Εν τω μεταξύ, οι επιχειρηματίες μπορούν πιο εύκολα να κερδίσουν χάρη σε έναν ενιαίο φόρο εισοδήματος 16%, αλλά τα κέρδη τους υπόκεινται σε 27% φόρο προστιθέμενης αξίας, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Οι Ρουμάνοι αντιμετωπίζουν παρόμοιες περιστάσεις: Η χώρα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό κινδύνου φτώχειας της Ε.Ε., που επηρεάζει σχεδόν το 42% του πληθυσμού, σύμφωνα με την Eurostat. Τα πράγματα είναι ιδιαίτερα άσχημα για τους Ρομά, μία από τις πιο σημαντικές εθνικές μειονότητες και στις δύο χώρες.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η Ευρώπη πλέον είναι καζάνι που βράζει αθόρυβα προς το παρόν, αλλά και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Ίσως τα λόγια του φημισμένου Αμερικανού καθηγητή Μάρτιν Φελντστάιν, στη συνέντευξη που παραχώρησε πρόσφατα στη "Frankfurter Allgemeine Zeitung", να απεικονίζουν με τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο τόσο τη σημερινή πραγματικότητα όσο και τις προοπτικές: «Το ευρώ στην τσέπη των ανθρώπων δεν τους κάνει να αισθάνονται περισσότερο Ευρωπαίοι. Οι δημοσκοπήσεις του ευρωβαρόμετρου δείχνουν ότι δεν συνέβη αυτό ακόμα και μετά 15 χρόνια από την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος», είπε και συμπλήρωσε: «Οι άνθρωποι δεν νιώθουν Ευρωπαίοι, αλλά Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί...». Και αυτό αρχίζει πλέον να γίνεται πραγματικότητα, την οποία αργά η γρήγορα θα κληθεί να αντιμετωπίσει το ευρωπαϊκό διευθυντήριο. Φτάνει όμως να μην είναι πολύ αργά για τη δημοκρατία.
..."τι παράγει η νεοφιλελεύθερη συνταγή"...(>άρθρο<)
..."ιστογραμμή"...